τριγυρίστρα

τριγυρίστρα
και τρογυρίστρα, η, Ν
1. γυναίκα χωρίς ασχολίες που γυρνά στους δρόμους ή σε γνωστά της σπίτια για να περάσει την ώρα της
2. πυώδης φλεγμονή που παρουσιάζεται στην άκρη τών δακτύλων, αλλ. καλαγκάθι, μεθύστρα, κοσκινήστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριγυρίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. σφουγγαρίσ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριγυρίστρα — η 1. γυναίκα που τριγυρίζει άσκοπα στους δρόμους ή σε σπίτια, σοκακού. 2. διαπυημένη φλεγμονή γύρω από το νύχι, καλαγκάθι, θεριάγκαθο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απασσάλωτος — η, ο (για γυναίκα) ανοικοκύρευτη, ξαπολυμένη, τριγυρίστρα («αι γυναίκες την έλεγαν απασσάλωτη, αναφάνταλη, αστάνευτη» (Παπαδιαμ.) …   Dictionary of Greek

  • μεθύστρα — η 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού 2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική 3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. στρα (πρβλ. βυζά στρα, πλύ …   Dictionary of Greek

  • τρογυρίστρα — η, Ν βλ. τριγυρίστρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”